φίνα

φίνα
çok güzel

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φίνα — (I) Ν επίρρ. βλ. φίνος. (II) ἡ, Μ καθεμιά από τις δύο σειρές σκοπών που τοποθετούσαν γύρω από την βασιλική κοόρτη στα στρατόπεδα τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται πιθ. με το λατ. finis, is «όριο, όρος» (πρβλ. και τον λατ. τ. finalis… …   Dictionary of Greek

  • φίνος — α, ο, Ν 1. (για πράγμ.) α) ο επεξεργασμένος με λεπτότητα και τέχνη («φίνο ύφασμα») β) Ο εξαιρετικής ποιότητας («φίνο άρωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει λεπτούς τρόπους, αβρός, ευγενικός. επίρρ... φίνα Ν πάρα πολύ καλά, έξοχα, περίφημα… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Γκιρλαντάιο, Ντομένικο Μπιγκόρντι — (Domenico Bigordi Ghirlandaio, Φλωρεντία 1449 – 1494). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του Μπαλντοβινέτι. Απαθανάτισε τα πρόσωπα και τη ζωή της Φλωρεντίας του καιρού του. Η τέχνη του, προχωρημένη πέρα από τον αναπαραστατικό προβληματισμό των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”